FUMINAO SUENAGA, Search Results – Mark Rothko, 2017
PAINTING – Acrylic,pigment on cotton,panel
14.96 x 21.46 x 1.18 in
38.0 x 54.5 x 3.0 cm
Το σχιζοφρενικό υλιστικό παράδειγμα.
Η ψυχανάλυση, καταπνίγει σε συντριπτικό βαθμό την παραγωγή της επιθυμίας και τη δυναμική που της αντιστοιχεί. Τι σημαίνει αυτό ακριβώς; Ότι η ψυχανάλυση ανακαλύπτει το ασυνείδητο, μιλάει για το ασυνείδητο, που ορίζεται αντιπαραθετικά προς τη συνείδηση, ακριβώς για να το παρακάμψει, να το απομειώσει αναλυτικά,εν τέλει για να καταστρέψει τη μη αναγνωρισμένη δυναμική του. Σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να διαχωρίσει τις αληθινές – σχετιζόμενες με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα – επιθυμίες από τις ψεύτικες επιθυμίες, να προσθέσει έναν εξωτερικό κώδικα ερμηνείας για το ασυνείδητο, μια συμβολική κωδικοποίηση που έχει για στόχο όχι την επικέντρωση στους εμμενείς μηχανισμούς λειτουργίας του ασυνειδήτου,αλλά την ερμηνεία ενός υποτιθέμενου λανθάνοντος περιεχομένου το οποίο ανάγεται διαρκώς στο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» και τα οικογενειακά συμπλέγματα εν γένει. «Η [επιθυμητική] παραγωγή καταντά παραγωγή φαντασίωσης-έκφρασης»,υποστηρίζουν οι Ντελέζ-Γκουατταρί,εννοώντας ότι σε αντίθεση με την πραγματική φύση του ασυνειδήτου,ως εργοστασίου παραγωγής (μερικών αντικειμένων,συνδέσεων μεταξύ μηχανών-οργάνων κτλ.),παρεμβάλλεται σαν άξονας αναφοράς το θεατρικό-εκφραστικό ασυνείδητο,που καθυποτάσσει στην τροχιά κίνησής του τις παραγωγικές δυνάμεις της επιθυμητικής οικονομίας. Το οιδιπόδειο συνιστά λοιπόν την ιδεαλιστική καμπή της ψυχανάλυσης και του Φρόϋντ, που καταστέλλει και αποκρύπτει την ουσιαστικά ανοιδιπόδεια φύση της επιθυμητικής παραγωγής (η οποία επανάγεται τελικά στο οιδιπόδειο [προ-ή-μετά]). Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα (μέσα από την πρωταρχική φαντασίωση της οιδιπόδειας σκηνής/θεάτρου) λειτουργεί ως ο βασικός μοχλός καταστολής των επιθυμητικών μηχανών, θέση επιβεβλημένη από την καταστολή που ασκεί η καπιταλιστική μηχανική πάνω στην επιθυμία.
H στενή σύνδεση μεταξύ της ψυχανάλυσης και του (καπιταλιστικού) κοινωνικού σχηματισμού,όπως εξηγούν οι Ντελέζ-Γκουατταρί,πρέπει να γίνει κατανοητή όχι μόνο υπό το πρίσμα του ότι ο καπιταλισμός συνιστά ιστορική προϋπόθεση για τη ψυχανάλυση – και ότι κατ’ επέκταση υπό ορισμένες συνθήκες η ψυχανάλυση λειτουργεί ως καπιταλισμός θεσμός – αλλά επίσης από την οπτική της ουσιαστικής δύναμης καταστολής που ασκείται ταυτόχρονα πάνω στην επιθυμία και την εργασία: «Αυτό που θέλουμε να πούμε,είναι επίσης το εξής: ο Φρόυντ ανακαλύπτει την επιθυμία σαν λίμπιντο,επιθυμία που παράγει,και δεν παύει να αλλοτριώνει την λίμπιντο από το οικογενειακό σχήμα (Οιδίποδας). Η ψυχανάλυση είναι η ίδια ιστορία με την πολιτική οικονομία,όπως την βλέπει ο Μαρξ: ο Άνταμ Σμιθ κι ο Ρικάρντο ανακάλυψαν την ουσία του πλούτου στην παραγωγική εργασία και δεν έπαψαν όμως να την αλλοτριώνουν από την ιδιοκτησία. Αυτό που κάνει την ψυχανάλυση να παραβλέπει την ψύχωση,είναι η επαναφορά της επιθυμίας στην οικογενειακή σκηνή,αυτό είναι που την κάνει να μην ασχολείται παρά με τον χώρο της νεύρωσης και να δίνει και στην ίδια την νεύρωση ακόμη μιαν ερμηνεία που να παραμορφώνει τις δυνάμεις του ασυνειδήτου (Guattari) […] (Deleuze): Είτε οικογενειακός είτε ψυχαναλυτικός,ο Οιδίποδας είναι κατά βάση ένας μηχανισμός καταπίεσης πάνω στις επιθυμητικές μηχανές,και διόλου μια μορφοποίηση του ίδιου του ασυνειδήτου» (Deleuze & Guattari,Τρεις Συνεντεύξεις για τον καπιταλισμό και τις επιθυμητικές μηχανές,περιοδικό Flesh Machine,σελ. 18-19).
Η ντελεζιανή θεώρηση της επιθυμίας έρχεται σε κάθετη ρήξη με τα σχήματα αναπαράστασης που εγκλωβίζουν την επιθυμία σε ένα αντικειμενότροπο ή υποκειμενοκεντρικό πλαίσιο αναφοράς – αντίθετα το επίδικο είναι η απελευθέρωση της επιθυμίας από την κεντρικότητα του ψυχαναλυτικού cogito: «Μας φαινόταν πως η επιθυμία ήταν μια διαδικασία και πως ξετύλιγε ένα πεδίο συνέπειας (place of consistence),ένα πεδίο εμμένειας,ένα «δίχως όργανα σώμα»,όπως το έθετε ο Αρτώ,διασχιζόμενο από μόρια και ροές οι οποίες αποδεσμεύονταν από αντικείμενα και υποκείμενα… Η επιθυμία δεν είναι συνεπώς εσωτερική προς κάποιο υποκείμενο,περισσότερο από την ροπή της προς ένα αντικείμενο: είναι αυστηρά εμμενής σε ένα πεδίο σε σχέση με το οποίο εκείνη δεν προϋπάρχει,ένα πεδίο το οποίο πρέπει να κατασκευαστεί,του οποίου τα μόρια εκπέμπονται και οι ροές συνδυάζονται. Υπάρχει μονάχα η επιθυμία στο βαθμό που υπάρχει η παράταξη ενός συγκεκριμένου πεδίου,η διάδοση συγκεκριμένων ροών,η εκπομπή συγκεκριμένων μορίων. Μακριά από το να προϋποθέτει κάποιο υποκείμενο,η επιθυμία δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά στο σημείο όπου αποστερείται κανείς τη δύναμη του να λέει «Εγώ. Μακριά από το να κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο, η επιθυμία μπορεί να προσεγγιστεί στο σημείο όπου σταματάει κανείς να ψάχνει για ή να πιάνεται από ένα αντικείμενο περισσότερο από τον βαθμό που κατανοεί τον εαυτό του ως υποκείμενο» (Gilles Deleuze and Claire Parnet,Dialogues,Trans. Hugh Tomlinson and Barbara Habberjam,Dead Psychoanalysis: Analyse,σελ. 89)
Το ασυνείδητο ως «παραγωγικό ασυνείδητο», που εξελίσσεται μέσα από τη σχέση των επιθυμητικών μηχανών μεταξύ τους (και προς το δίχως-όργανα-σώμα),βρίσκει την καθαρότερη «μοντελοποίησή» του,θα λέγαμε,στο όχι αμιγώς κλινικό πρότυπο της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας,του οποίου οι κοινωνικο-ιστορικές προϋποθέσεις ανάδυσης μπορούν να εντοπιστούν σε αναφορά (αλλά όχι αναγωγή) προς τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Ντελέζ-Γκουατταρί σε μια κοινή συνέντευξή τους: «Guattari-Εμείς παίρνουμε σαν σημείο αναφοράς την επιθυμία σε μια από τις πιο κρίσιμες,οξείες περιπτώσεις της,εκείνη του σχιζοφρενικού -ο σχιζοφρενικός που μπορεί να παράγει κάτι,πέρα από τον ορίζοντα του απομονωμένου,εξασθενημένου από τα φάρμακα και την κοινωνική καταπίεση σχιζοφρενικού. Νομίζουμε ότι ορισμένοι σχιζοφρενείς εκφράζουν άμεσα μια ελεύθερη αποκωδικοποίηση της επιθυμίας […] Deleuze-Το χρήμα,το κεφάλαιο-χρήμα, βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο τρέλας, που στην ψυχιατρική το αντίστοιχό του δεν είναι παρά το τελικό της στάδιο» (Ζιλ Ντελέζ-Φελίξ Γκουατταρί, Για τον καπιταλισμό και την επιθυμία,εκδόσεις ελευθεριακή κουλτούρα,2015,σελ. 12)
Η ψυχανάλυση έχει δύο τρόπος να εξαπατά τον ίδιο τον εαυτό της: «με το να πιστεύει πως έχει ανακαλύψει ταυτόσημα στοιχεία, τα οποία μπορεί να βρει κανείς αναπόφευκτα στο καθετί, ή με το να πιστεύει πως έχει ανακαλύψει ανάλογες μορφές οι οποίες δημιουργούν ψευδείς διαφορές. Επομένως, η κλινική ψυχιατρική διάσταση και η λογοτεχνική κριτική διάσταση πάνε στράφι την ίδια στιγμή» (G. Deleuze,The Logic of Sense,σελ. 104-105). Ο Ντελέζ ισχυρίζεται πως κάθετι νέο και ενδιαφέρον στη ψυχανάλυση προέρχεται από το παραμελημένο και παραγνωρισμένο φαινόμενο των ψυχώσεων,το οποίο εξετάζεται σε αντιπαράθεση προς την εγκαθιδρυμένη αναλογική μέθοδο προσέγγισης που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο από τη ψυχανάλυση. Υποστηρίζει μάλιστα πως η περίπτωση της σχιζοφρένειας μάς προσφέρει μια ριζικά διαφορετική και νέα εικόνα της σκέψης,που οριακά συγκροτεί μια συνθήκη για την ίδια τη σκέψη: «Δεν είναι ζήτημα του να αντιπαραθέσουμε στη δογματική εικόνα της σκέψης μια άλλη εικόνα που είναι δανεισμένη,για παράδειγμα,από τη σχιζοφρένεια,αλλά μάλλον να θυμηθούμε ότι η σχιζοφρένεια δεν είναι απλά μόνο ένα ανθρώπινο γεγονός αλλά επίσης μια δυνατότητα για την σκέψη – η οποία,επιπλέον,μπορεί να αποκαλυφθεί ως τέτοια μονάχα μέσα από την κατάργηση αυτής της εικόνας. [..] Η δειλία,η σκληρότητα,η χυδαιότητα και η ηλιθιότητα… είναι δομές της σκέψης ως τέτοιας» (Gilles Deleuze,Difference and Repetition,Trans. Paul Patton,Columbia University Press,1994,σελ. 148,151)
H βασική τομή που ανοίγει ο Αντι-Οιδίποδας, σε σχέση με το ψυχαναλυτικό πεδίο, είναι ότι η σχιζοανάλυση που βρίσκεται στη βάση του όλου κριτικού εγχειρήματος, παίρνει ως μοντέλο για το ασυνείδητο την ίδια τη ψύχωση και τη σχιζοφρένεια, αντί για τη δυναμική της νεύρωσης που ήταν μέχρι τότε το παραδοσιακό σημείο εκκίνησης. Βασική στόχευση του έργου των Ντελέζ-Γκουατταρί, είναι να περιγράψουν την επιθυμητική παραγωγή και την σχιζοφρένεια στην θετικότητά τους,ως την ίδια τη διαδικασία της ζωής (ο σχιζοφρενικός ανακαλύπτεται εδώ σαν φιγούρα που ανακατεύει τους κώδικες και διοχευτεύει αποκωδικωμένες ροές),χαράζοντας έτσι μια οξεία διάκριση ανάμεσα στη σχιζοφρένεια ως διαδικασία και τη σχιζοφρένεια ως κλινική οντότητα. Η σχιζοφρένεια ως διεργασία είναι διαχωρισμένη από τον σχιζοφρενικό ως κλινική οντότητα που προσκρούει στο όριο του ρήγματος που διανοίγει,και οδηγείται έτσι στην κατάρρευση.Ήδη ο Μισέλ Φουκώ,στο έργο του «Η ιστορία της τρέλας» (εκδόσεις Ηριδανός,2004),χαράσσει έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην τρέλα και τη ψυχική ασθένεια. Ωστόσο η σχιζοφρενική διαδικασία δεν συνιστά έναν (ο αυτο)σκοπός,είναι μια παραγωγή και όχι μια έκφραση. Η σχιζοφρένεια είναι τελικά η μόνη καθολική διεργασία. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο συμβολικός ευνουχισμός της ψυχανάλυσης συνιστούν μια έσχατη εδαφικότητα,τους τελευταίους βράχους άμυνας του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στην επαναστατική δύναμη της επιθυμίας.
Η ντελεζιανή προσέγγιση των ψυχώσεων και της σχιζοφρένειας πατάει πάνω στο οριακό σημείο της λακανικής προσέγγισης όπου αναγνωρίζεται μια δυναμική διάσταση της ψύχωσης που τοποθετείται εγγύτερα προς το Πραγματικό παρά το Φαντασιακό ή το Συμβολικό (οι τρεις βασικοί όροι του λακανικού σχήματος): «Οι μηχανισμοί που υπεισέρχονται στη ψύχωση δεν περιορίζονται στο φαντασιακό πεδίο αναφοράς. Που θα τους αναζητήσουμε, αφού διαφεύγουν από τη λιβιδινική επένδυση; Είναι αρκετό να επικαλεστούμε την επανεπένδυση της λίμπιντο στο προσίδιο σώμα; Τον μηχανισμό αυτόν, που είναι κοινά αποδεκτός ως ο μηχανισμός του ναρκισσισμού, τον επικαλείται ρητά ο ίδιος ο Φρόυντ για να εξηγήσει το φαινόμενο της ψύχωσης […] Μήπως ισχύει ότι στην τάξη του φαντασιακού δεν υφίσταται τρόπος να δώσει κανείς μια ακριβή σημασία στον όρο ναρκισσισμός; Στην τάξη του φαντασιακού, η αλλοτρίωση είναι στοιχείο συστατικό. Η αλλοτρίωση είναι το φαντασιακό ως τέτοιο. Δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε από τον τρόπο προσέγγισης της ψύχωσης στο επίπεδο του φαντασιακού,διότι ο φαντασιακός μηχανισμός είναι εκείνο που δίνει στην ψυχωτική αλλοτρίωση τη μορφή της,αλλά όχι τη δυναμική της» (Ζακ Λακάν,Σεμινάριο Τρίτο,Οι ψυχώσεις,εκδόσεις ψυχογιός,σελ. 169-170)
Ωστόσο, αυτή η διάσταση του Πραγματικού, την οποία υποστηρίζουν οι Ντελέζ-Γκουατταρί,εμφανίζεται μέχρι και στον Λακάν μονάχα ως αρνητική στιγμή,ως ένα είδος «έλλειψης» ή «κενού» στο ψυχικό πεδίο εμμένειας. Η ψύχωση συνιστά τρόπον τινά ένα απροσπέλαστο όριο για τη ψυχαναλυτική ερμηνεία,ένα οριακό σημείο όπου αναφαίνονται καθαρά οι περιορισμοί και οι αναλυτικές της ανεπάρκειες,σε επίπεδο θεωρίας και πρακτικής ταυτοχρόνως. Το πραγματικό επίδικο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο Ντελέζ είναι το εξής: «η πραγματική δυσκολία είναι να δοθεί μια εξήγηση της σχιζοφρένειας ως κάτι με θετικά γνωρίσματα,και ως τέτοια,να μην ανάγεται στα καταστροφικά χαρακτηριστικά που προξενεί σε ένα άτομο…Δεν μπορούμε να πούμε ότι η ψυχανάλυση μας προσφέρει έναν τρόπο εξόδου από αυτή την ουσιαστικά αρνητική προοπτική διότι η ψυχανάλυση έχει μια αμφίσημη σχέση με τη σχιζοφρένεια […] Διαπράττουμε το ίδιο λάθος όταν ορίζουμε τη σχιζοφρένεια με αρνητικούς όρους ή με όρους κάποιας έλλειψης (διάσπαση,απώλεια επαφής με την πραγματικότητα,αυτισμός,αποκλεισμός/διάκλειση [foreclosure]) και όταν τυποποιούμε τη σχιζοφρένεια πάνω σε μια οικογενειακή δομή μέσα στην οποία μπορεί να εντοπιστεί αυτή η έλλειψη. […] Επομένως η σχιζοφρένεια χρειάζεται να περιγραφεί με θετικούς όρους» (Ζ. Ντελέζ, Σχιζοφρένεια και Κοινωνία,από το Two Regimes of Madness)
Καταληκτικά,η σχιζοφρένεια για τον Ντελέζ εκφράζει μια οριακή ψυχική απεδαφικοποίηση που συντρίβει την Οιδιπόδεια αναπαράσταση και την καπιταλιστική (και ψυχαναλυτική) μηχανή,μια διαδικασία που συνιστά συνθήκη για την συνένωση των επαναστατικών,των λογοτεχνικών,και των αναλυτικών μηχανών μεταξύ τους με σκοπό την απελευθέρωση της επιθυμίας από τα δεσμά του Εγώ και της αναπαράστασης. Το τελευταίο ζήτημα που τίθεται στο σημείο αυτό,με το οποίο θα κλείσει αυτή η μικρή εισαγωγή στη σχέση του Ντελέζ με την ψυχανάλυση,είναι το εξής: με ποιον τρόπο το μοντέλο της σχιζοφρένειας ως (δυνάμει επαναστατικής) διαδικασίας μπορεί να αποσυσχετιστεί από τις κλινικές εκδηλώσεις των (ψυχο)παθολογιών της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας,και σε τι βαθμό η σχιζοφρένεια όπως εννοείται από τους Ντελέζ-Γκουατταρί συνεπάγεται μια θεώρηση που τοποθετεί την τελευταία ως ένα «υψηλό» (sublime) “αντικείμενο” σε ριζική εξωτερικότητα προς την νεωτερικότητα και τον ψυχαναλυτικό λόγο (και εισάγεται έτσι με έμμεσο τρόπο ένα στοιχείο υπερβατικότητας στη θεωρία του Ντελέζ): «Η σχιζοαναλυτική αξιοποίηση της ανοιδιπόδειας,αποσυνδεδεμένης,δίχως-εγώ φύσης της σχιζοφρενικής διαδικασίας εξαρτάται εν μέρει,υποστηρίζω,από το καθεστώς της ως υψηλού [αντικειμένου] εντός του ψυχαναλυτικού λόγου τον οποίο οι Ντελέζ και Γκουατταρί επιδιώκουν να αμφισβητήσουν […] όπως οι πλευρές μια λωρίδας του Μόμπιους,ο «[κλινικά] σχιζοφρενής» και ο «σχιζοφρενικός» είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι… για να μπορούν να είναι ουσιαστικά διαχωρισμένοι. […] Για να αποκτήσει και να διατηρήσει αυτή την επαναστατική της ενέργεια,η σχιζοφρένεια πρέπει κατά μία έννοια να παραμείνει απολύτως εξωτερική προς τον καπιταλισμό· πρέπει να υπερβεί τα όρια της κοινωνικής και ψυχικής οργάνωσης,να απορρίψει την ερμηνεία και το ερμηνευτικό κλείσιμο,να αντισταθεί στη θεραπευτική παρέμβαση και τη θεωρητική αναπαράσταση» (Angela Woods,The Sublime Object of Psychiatry,Schizophrenia in Clinical and Cultural Theory,Oxfort University Press,2011,σελ. 159-160)