φωτογραφία:Το έργο Ubu Roi, του Alfred Jarry, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 10 Δεκεμβρίου του 1896, στο θέατρο Théâtre de l`Oeuvre, Παρίσι.

συγγραφή από τον φίλο μου Θοδωρή Παπαϊωάννου,

Πορτρέτο στο μουντζουρωμένο κενό.
Σχόλιο πάνω στην τέχνη του Αλέξανδρου Κοντοπίδη.

Σε ένα ποίημα των Εκλάμψεών του ο Αρθούρος Ρεμπώ λέει πως ‘’η πραγματικότητα είναι γεμάτη αγκάθια για την ευαίσθητη φύση’’. Ίσως γιατί ο καλλιτέχνης νιώθει πιο έντονα τις δονήσεις της εκάστοτε πραγματικότητας και θεωρώντας ανευθυνότητα την παράβλεψή της, επωμίζεται τη διαδικασία της υπέρβασής της, γι’ αυτόν και για τους άλλους. Αν δεν υπήρχε, λοιπόν, η κατά τον άνθρωπο πραγματικότητα, δε θα υπήρχε και η τέχνη του.

Από εποχή σε εποχή μες στους αιώνες κάποιοι τάσσονται μοιραία στην υπηρεσία αυτού του περάσματος. Το έργο αυτό γίνεται ακόμα δυσκολότερο σε μεταβατικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτό γιατί, συνήθως, στις περιόδους αυτές ο άνθρωπος σκέφτεται και δρα με τα δεδομένα της προηγούμενης εποχής κι έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να καταντά μη λειτουργικός αφού η πραγματικότητα της εποχής του έχει άλλες απαιτήσεις.

Στον χώρο των τεχνών συμβαίνει το ίδιο. Στις μεταβατικές περιόδους είναι πιο δύσκολο να κάνεις μια τέχνη που να αφορά. Αιτία για το παρόν κείμενο υπήρξε ακριβώς αυτό. Ο στοχασμός πάνω στο ποια τέχνη αφορά και μπορεί να λειτουργήσει στη σημερινή εποχή της ψηφιακής-εικονικής πραγματικότητας χωρίς να χάνει την ανθρώπινη πρωτεϊκή κι αιώνια καταβολή της. Και το γραπτό αυτό δε θα ξεκινούσε αν δεν είχα δει μια εκδοχή τέτοιας τέχνης στο παράδειγμα του Αλέξανδρου Κοντοπίδη.

Ο Κοντοπίδης ανήκει στη γενιά του 2010, των 25άρηδων δηλαδή εκείνης της εποχής. Πρόκειται για μια γενιά μεταιχμιακή ως προς τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας. Το κομπιούτερ και το ίντερνετ μπήκε στη ζωή τους μετά τα παιδικά τους χρόνια και η κρίση τους βρήκε πάνω στην αρχή της παραγωγικής τους ορμής απροετοίμαστους. Είναι αυτοί που από τη μια πρόλαβαν να παίξουν μπάλα στο δρόμο και από την άλλη μεγάλωσαν, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και με μια πεποίθηση γραμμικής πορείας, ανέλιξης και καταξίωσης που περνά από πολύ συγκεκριμένα στάδια: σχολείο, σπουδές, εργασία, άνετη ζωή. Και όλα αυτά λόγω της επίπλαστης ευμάρειας που πρυτάνευσε στην ελληνική κοινωνία τις προηγούμενες δεκαετίες και αποτελεί τον κύριο υπεύθυνο για την παραγωγή ατόμων κακομαθημένων με καλοθρεμμένα υπερεγώ, ατόμων σχεδόν αυτιστικών (ψευτοορθολογιστάκος, Μπογδάνος κ.ά.) με μονοδιάστατη άποψη για τη ζωή και τον κόσμο, που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους.

Αυτό το τελευταίο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τη ρίζα της θεματικής και του ύφους στην τέχνη του Κοντοπίδη. Μιας τέχνης-δρώμενο που χρησιμοποιεί ως μέσο το κατ’ εξοχήν μέσο της εποχής και αντλεί από την κοινωνική πραγματικότητα και τα σύμβολά της το προς αποδόμηση υλικό της. Πριν απ’ όλα όμως, ο καλλιτέχνης έχει πειραματιστεί πάνω στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ο πρώτος που κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, αυτοσαρκάζεται και αυτοαποδομείται. Ύστερα η διαδικασία αυτή υπερβαίνοντας το προσωπικό, περνά από το ειδικό στο γενικό. Και τότε προσφέρει έναν καθρέφτη στον άλλο – στην κοινωνία.
Αυτό αποκτά μεγαλύτερο κύρος σε μια εποχή ψηφιακής ειδωλολατρίας όπως η σημερινή. Ο σύγχρονος ειδωλολάτρης αντικρίζει κάτι που το νομίζει ευτελές και μονοσήμαντα διασκεδαστικό, αλλά στην ουσία, έρχεται αντιμέτωπος με μια βαθιά κριτική του συστήματος και της πραγματικότητάς του μέσα στον τόπο του ίδιου του συστήματος, που γίνεται με τρόπο ελαφρύ, άμεσο και διασκεδαστικό.

Ο θεατής πατά το play. Το βίντεο ξεκινά και τότε βρίσκεται απέναντι σε μια στρουμπουλή φιγούρα με φίνα χαρακτηριστικά και γαλαζοπράσινα μάτια που μιλά σε φυσικό τόνο, σε δεύτερο πρόσωπο και άμεσο ύφος σαν σε καφετέρια, στραμμένη στον άλλον, στον εκάστοτε ‘’στόχο’’ του, διάσημο ή άσημο. Κλόουν ιεροεξεταστής, αμπελοφιλόσοφος, αρκουδούλης ερωτύλος, συμβουλάτορας με εφηβική σοφία ή αυτοκράτορας αυγό – μορφή που παραπέμπει στον εμβληματικό Ubu roi του Ζαρρύ, πάντα στη συνθήκη του σχολιαρόπαιδου που κάνει χαβαλέ με τον κολλητό του. Ο χώρος και το φόντο, συνήθως, μια ηλιόλουστη βεράντα απ’ αυτές των δυτικών συνοικιών της Αθήνας. Η γλώσσα, σύγχρονα λαϊκή, αυτή που χρησιμοποιεί ένα έξυπνο αλάνι νέου τύπου από τα δυτικά προάστια.

Ξεκαρδιστικά καυστικός – ποτέ βαρύς, ατακαδόρος – ειρωνικός προς το ευφυολόγημα, αστεία στοχαστικός και διδακτικός, παιδικά άγαρμπος υποκριτικά – ούτε χαρισματικό ταλέντο, ούτε ατάλαντος, σε μια σάτιρα που σπάνια γίνεται μιμητική και ακούσιά της θέτει εν αμφιβόλω και την ίδια την ιδέα της σάτιρας, με μια ανταύγεια αμηχανίας συχνά στη φωνή, ο Κοντοπίδης είναι πάνω απ’ όλα αυθεντικός και δίνει ό,τι μπορεί να δώσει η αλήθεια του. Και ως θεματοφύλακας αυτής της αλήθειας, φαντάζει σαν άναρχη βλάστηση σε συμμετρικό κήπο αυτιστικών φυτών.

Προσέχοντάς τον, πίσω από το φαινομενικά χοντροκομμένο και το ασυνάρτητο διακρίνεις κάτι λεπτό και πολύ συγκεκριμένο. Πίσω από το αμετροεπές χιούμορ και τον αστείο, χειμαρρώδη δευτεροπρόσωπο μονόλογο, υπάρχει πραγματική οργή και ανάγκη επαφής με τον άλλο, δηλαδή ευαισθησία σε μια εποχή που η ψευτοδιάνοια υπονομεύει το συναίσθημα. Στον σόκινγκ σαρκασμό και τη σάτιρα υποβόσκουν μελαγχολία και θλίψη.

Θλίψη που εκβάλει στον υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό, πηγή όμως, της οποίας, είναι το προσωπικό βίωμα που δημιουργεί ένα κενό κι έτσι ωθεί την ψυχή στο να πλάσει κάτι για να το καλύψει. Μελαγχολία σαν εκείνη του καβαφικού Ιάσωνος Κλεάνδρου που για την ‘’φρικτή πληγή του προστρέχει στην Τέχνη της Ποιήσεως που ξέρει από φάρμακα – νάρκης του άλγους δοκιμές εν Φαντασία και Λόγω’’.

Στην περίπτωση του Αλέξανδρου Κοντοπίδη πρόκειται για ποίηση λειτουργική και επίκαιρη που παρά την πρωτοτυπία της δε στερείται ευαισθησίας. Το ιντερνετικό θέατρο έχει ανάγκη από τέτοιους ποιητές και ο σύγχρονος άνθρωπος από τέτοιες εναλλακτικές συντροφιές, τις αμέτρητες ώρες που περνά μπροστά στην οθόνη.

ignatiou