Καθώς η πραγματικότητα ήταν γεμάτη αγκάθια για την εκλεπτυσμένη μου φύση
ΕΚΛΑΜΨΕΙΣ – Arthur Rimbaud
σε μτφ Στρατή Πασχάλη
Προς τη δύση της δύσης;
συγγραφή από τον φίλο μου Θοδωρή Παπαϊωάννου,
μπορείτε επίσης να τον ακούσετε σε αφήγηση δοκιμίου.
Ο τρόπος πρόσληψης των πραγμάτων και του κόσμου και η ακόλουθη οντολογία του που θέτει τον άνθρωπο ως υποκείμενο της ιστορίας και τον κόσμο ως αντικείμενο της εξουσίας του είναι κατ’ εξοχήν δυτικός. Δημιουργημένη από τον ελληνορωμαϊκό σπόρο του ορθού λόγου και με τις υπαρξιακές του ρίζες στη μονοθεϊστική θρησκεία του χριστιανισμού όπως αυτός προσαρμόστηκε στην και σμιλεύτηκε από την ιδιοσυγκρασία των πληθυσμών της δυτικής, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, αυτή η κοσμοαντίληψη αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί, άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα, την κυρίαρχη κοσμοθεωρία σε παγκόσμια κλίμακα αφού αυτές οι κοινωνίες – χώρες όρισαν τον παγκόσμιο πολιτισμό μέσω του επεκτατισμού τους, θέτοντας ως κεντρικό του διακύβευμα την έννοια της προόδου μέσα στην ιστορικότητα.
Το εντυπωσιακό, αλλά και κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο (αν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι μείγμα έμφυτων κι επίκτητων στοιχείων) είναι πως και μετά την θεωρητική απελευθέρωσή τους από τα μεσαιωνικά – θεϊκά δεσμά, είτε αυτά ονομάζονται καθολικά είτε προτεσταντικά, αυτές οι κοινωνίες – χώρες συνέχιζαν να κινούνται μέσα στην Ιστορία με βάση αυτό τον φιλοσοφικό σχήμα σα γνώμονα. Έτσι, φτάνουμε, για παράδειγμα, τον 18ο και 19ο αιώνα να έχουμε στην Κεντρική Ευρώπη τον απελευθερωμένο από τα μεσαιωνικά δεσμά άνθρωπο της βιομηχανικής επανάστασης που ενώ από τη μία καταφέρνει να αποκτήσει πολλές ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες, εκθρονίζοντας τον Θεό-Εξουσιαστή και τους διαφόρους επίγειους θεσμικούς του αξιωματούχους, παίρνει ο ίδιος τη θέση του, μεταχειριζόμενος την φύση-κόσμο προς ίδιον όφελος όπως ο νταβατζής την πόρνη του.
Το κύριο γνώρισμα αυτού του ανθρώπου και της πολιτισμικής συνθήκης που αυτός συνεπάγεται, συνθήκη την οποία βιώνουμε, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο (ενεργητικά ή παθητικά), σχεδόν όλοι μας πια στην υφήλιο, είναι αυτό της τάσης του για παρεμβατισμό. Και αυτή η τάση πηγάζει από την πεποίθηση ανωτερότητας η οποία με τη σειρά της έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα ενός πλάσματος που αποσχίσθηκε από την κοσμική τάξη, έχοντας πάψει στην ουσία να αποτελεί οργανικό μέρος του φυσικού περιβάλλοντός του.
Πρόκειται για μια κατάπνιξη της αισθητηριακής πρόσληψης και αισθησιακής βίωσης του φυσικού περιβάλλοντος, μια μονομερή εμμονή στην υποτιθέμενη διανοητική ανωτερότητα με μια ταυτόχρονη υποτίμηση της φυσικότητας που στη συνείδησή του θεωρείται «βάρβαρη», δηλαδή κατώτερη, γι’ αυτό και στην ουσία όταν έρχεται κι ερχόταν σε επαφή με άλλες κουλτούρες – λιγότερο προοδευμένες (όρος που απαντάται αποκλειστικά στο δικό του λεξιλόγιο και σύστημα αξιών), τις θεωρούσε και τις θεωρεί, συνειδητά ή ασυνείδητα και πάλι, το υποδεέστερο αντικείμενο παρακολούθησής του, πότε ανάλυσης, πότε θαυμασμού, πότε εκμετάλλευσης, συχνά και τα τρία μαζί.
Και η κύρια αρχή η οποία υποστηρίζει αυτή την υπαρξιακή στάση και πυροδοτεί αυτή την πρακτική είναι η αρχή τη αποστασιοποίησης όπως αυτή προκύπτει από τη διάσταση του ανθρώπου – υποκειμένου – ενός από την φύση – κόσμο – παν. Είναι ενδεικτικό και καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι βασικές συλλήψεις αυτού του ανθρώπου οι οποίες και συνέβαλαν αποφασιστικά στην πρόοδο του πολιτισμού του, ήταν τεχνολογίες αφαίρεσης και αντιστοιχίας, ιδεαλιστικά και πρακτικά σύμφυτες με την έννοια της αποστασιοποίησης από την φύση – κόσμο, τεχνολογίες, δηλαδή, που αποδεσμεύουν το ανθρώπινο ον από την πλήρη γκάμα της αισθητηριακής ζωής. Η γραμματική παιδεία του φωνητικού αλφαβήτου, η ομοιογενής έννοια του αριθμού που έκανε εφικτά τα μαθηματικά, το χρήμα και οι τιμές, το ρολόι είναι μερικές από αυτές τις καθοριστικές για την πορεία του δυτικού ανθρώπου και κατ’ επέκταση της ανθρωπότητας συλλήψεις, που ριζικά βασίζονται στην κατακερματιστική δύναμη της οπτικής αίσθησης όταν η γραμματική παιδεία την απομονώνει από τις άλλες αισθήσεις. Όπως μας λέει και ο Τομπίας Ντάντσιχ στο έργο του Αριθμός: Η Γλώσσα της Επιστήμης: η εμφάνιση του αριθμού είναι οπωσδήποτε δείγμα αυξανόμενης οπτικής έντασης σε μία κουλτούρα. Μια πολύ ολοκληρωμένη φυλετική κουλτούρα δεν υποχωρεί εύκολα στις κατατμητικές οπτικές και ατομικιστικές πιέσεις που οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας και αργότερα σε επιταχυμένες φόρμες όπως η γραφή και το χρήμα. Οι μαθηματικές αρχές της αντιστοιχίας και της διαδοχής, η τεχνολογία του φωνητικού αλφαβήτου με την οπτική συνέχεια και την ατομική άποψη, η ιδέα της ανταπόκρισης που μας δίνει τους απόλυτους αριθμούς, η γραμμικότητα και το σημείο θέασης, ο διαχωρισμός του χρόνου από τον χώρο είναι ορισμένες από τις κύριες ιδέες που χαρακτήρισαν και συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν την δυτική φιλοσοφία και λογική.
Βέβαια, ο 20ός αιώνας ήταν ένας αιώνας καθοριστικός και μεταιχμιακός σε ότι έχει να κάνει με την επιστημονική έρευνα, την τεχνολογική εξέλιξη και με ό,τι αυτές συνεπάγονται για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Και οι νέες ανακαλύψεις είναι τόσο σημαντικές διότι κάνουν αναπόφευκτα τον δυτικό άνθρωπο να αναστοχαστεί την θέση του στον κόσμο επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τη σχέση του με αυτόν κι αυτό γιατί θίγουν το θεμελιώδες υπαρξιακό σχήμα υποκείμενο – αντικείμενο. Ένα από τα τρανά παραδείγματα αυτής της μετάβασης αποτελούν οι ανακαλύψεις στον χώρο της φυσικής επιστήμης, όπως αυτή της θεωρίας των κβάντα που απέρριψε τις βασικές αρχές της κλασικής φυσικής όπως η ύπαρξη των στερεών σωματιδίων και ο αυστηρός ντετερμινισμός της φύσης – κόσμου. Αναλύοντας την διαδικασία παρατήρησης των φαινομένων απεδείχθη ότι τα υποατομικά σωματίδια δεν έχουν νόημα ως απομονωμένες οντότητες, αλλά αποκτούν νόημα μόνον ως συνδυασμοί ανάμεσα στη φάση της προετοιμασίας ενός πειράματος και σ’ εκείνη της καταμέτρησης των αποτελεσμάτων. Έτσι η θεωρία των κβάντα αποκάλυψε την απόλυτη ενότητα του σύμπαντος. Απέδειξε ότι δεν μπορούμε να αποσυνθέσουμε τον κόσμο και να τον αναγάγουμε σε ανεξάρτητες αυθύπαρκτες μικροσκοπικές μονάδες. Όσο προχωρούμε στην ανάλυση της ύλης, τόσο η φύση αρνείται να αποκαλύπτει την ύπαρξη βασικών μονάδων της δομής της ύλης. Αντίθετα παρουσιάζεται ως ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων ανάμεσα στα μέρη και το σύνολο. Σχέσεις οι οποίες περιλαμβάνουν και τον παρατηρητή και μάλιστα με τρόπο ουσιαστικό. Ο άνθρωπος – παρατηρητής – υποκείμενο αντιπροσωπεύει την τελική κατάληξη της αλυσιδωτής διαδικασίας της παρατήρησης και οι ιδιότητες κάθε ατομικού αντικειμένου αποκτούν νόημα από την άποψη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο αντικείμενο και τον παρατηρητή. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτεται με τη σειρά του και το ιδανικό της αντικειμενικής παρατήρησης της κλασικής φυσικής. Ο καρτεσιανός διαχωρισμός ανάμεσα στο Εγώ και τον Κόσμο, το θεμελιώδες διπολικό σχήμα υποκείμενο – αντικείμενο στο οποίο βασίστηκε η σκέψη και ύπαρξη του δυτικού ανθρώπου είναι αδύνατο στην περιοχή της ατομικής φυσικής. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για την φύση – κόσμο αποστασιοποιημένα, χωρίς, δηλαδή, να μιλάμε ταυτόχρονα και για τον εαυτό μας, αφού εμπλεκόμαστε στη λειτουργία της όπως εμπλέκεται και η οικογένεια του ανθρώπου στη συνεκτική κατάσταση της ζωής στο χωριό μέσα στον κόσμο της ακαριαίας κίνησης της ηλεκτρικής πληροφορίας ο οποίος μας καλεί να βιώσουμε την πραγματικότητα σα μέλη ενός αϊστορικού πολιτισμού, σαν μέρη του κοσμικού συνόλου.
Βλέπουμε, λοιπόν, την τραγική ειρωνεία που δοκιμάζει σταδιακά ο δυτικός πολιτισμός αφού μέσω των ίδιων του των μέσων που εκπηγάζουν από έναν συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψης του κόσμου και της δικής του θέσης σε αυτόν και σχέσης με αυτόν, οδηγείται στην κατάρριψη αυτής της αρχικής ιδέας.
Βέβαια, η όποια επιστημονική τεκμηρίωση της κατάρριψης της ιδέας του ανθρώπου – υποκειμένου, μιας ιδέας με πολλές καταστροφικές συνέπειες για την φύση – κόσμο και τον συνάνθρωπο, δεν σημαίνει επ’ ουδενί και την ανάσχεση της καταστροφικής ροπής του επεκτατικού αυτού όντος. Είναι άλλωστε εξίσου αφελές να πιστεύουμε ότι οι πιο αρχαίοι πολιτισμοί ή οι πιο «καθυστερημένες» κουλτούρες που δεν έζησαν έχοντας ως συνειδησιακό τους γνώμονα αυτή την αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο ήταν καθ’ όλα ειρηνικές. Ο πόλεμος, η καταστροφή, η εξόντωση του άλλου είναι γεγονότα συνηθισμένα όταν έχουμε να κάνουμε με την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. Επίσης, δε θεωρώ ούτε υλοποιήσιμη ούτε θετική την ισοπέδωση του εμπρόσωπου υποκειμένου μέσα στη χαοτική συνθήκη της νέας εποχής.
Αυτό, όμως, που θεωρώ σημαντικό και γι’ αυτό γράφω και το γενικόλογο αυτό κείμενο είναι πως οφείλουμε να αντιληφθούμε το οριακό σημείο που ζούμε ως ανθρωπότητα και το μέγεθος της μεταβατικής φάσης στην οποία βρισκόμαστε. Μια ανθρωπότητα που κατέχει αυτή τη στιγμή τα μέσα τα ικανά για την απόλυτη καταστροφή και αυτοκαταστροφή της όσο και για μια ειρηνικότερη συμβίωση των μελών της καθώς και για μια αρμονικότερη και ουσιαστικότερη κατοίκηση της ήδη βιασμένης από την ίδια φύσης.
Στο διαφαινόμενο πλαίσιο ενός πολυπολικού κόσμου, κατά πόσο μπορούν να δομηθούν αξίες ολοένα και πιο κοινές για όλους που θα σέβονται τον διάλογο πολιτισμικών ετεροτήτων ώστε να ευοδωθεί μια ισορροπημένη παγκοσμιότητα που θα λειτουργεί σα μια ορχήστρα ισότιμων οργάνων ή σαν πολύχρωμο λιβάδι ισάξιων λουλουδιών και να μην εκπέσουμε στην ευκολία μιας αυτιστικής, άοσμης και καταδυναστευτικής παγκοσμιοποίησης που αρέσκεται στο να διχάζει για να επιβάλλεται και να επεκτείνεται στη συνέχεια μέσω του ολέθρου αντικρουόμενων συμφερόντων;
Στον αβυσσαλέο κόσμο των αυτοματισμών της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, κατά πόσο δύναται ο ατομικιστής καταναλωτικός δυτικός άνθρωπος να υπερβεί την κοντόφθαλμη οπτική της ασφάλειας του συστήματός του και να δει κριτικά την πραγματικότητα ή ψευδαίσθηση των όντως η τάχα ελευθεριών που κατέκτησε ως ελεύθερος άνθρωπος ή άνθρωπος εξουσιαστής αποδεχόμενος να συνομιλήσει ανοιχτά κι επί ίσοις όροις με το άλλο σε μια διαδικασία όσμωσης, αλληλεπίδρασης και αλληλοέμπνευσης που θα συμβάλει σε μια υπαρξιακή αναζήτηση ολοκλήρωσης του νέου μεταϊστορικού ανθρώπου; Το δε άλλο – οι κουλτούρες, δηλαδή, που δεν ανήκουν στον δυτικό πολιτισμό, μπορούν να ισορροπήσουν εξελισσόμενες στο νέο πλαίσιο ενδοσκοπώντας και παραμένοντας αυθεντικές όσο και αδέσμευτες από τα θολά γυαλιά της εκάστοτε διαστρεβλωμένης θρησκευτικής αφήγησης που καταντά δεισιδαιμονία και προάγει ναρκισσιστικά το μίσος, στην ουσία προωθώντας με αυτόν τον τρόπο έμμεσα τα συμφέροντα της συστημικής παγκόσμιας διακυβέρνησης που αποσκοπεί πάντα και σταθερά στην τύφλωση των μαζών είτε δυτικότροπων είτε ανατολικότροπων, λιγότερο ή περισσότερο «προοδευμένων»;
Σε ένα πιθανό αποκεντρωτικό περιβάλλον όπου υπάρχουν οι προοπτικές να θιγεί η πρωτοκαθεδρία των κάθε είδους κεντρικών εξουσιών, είναι ο άνθρωπος ώριμος να υπερβεί τον δαίμονα του υπερεγώ του ώστε να διαχειριστεί τη νέα γνώση ισορροπώντας μεταξύ της δικής του κοσμοαντίληψης και μιας νέας αυτοεπίγνωσης που η νέα αυτή γνώση και τεχνολογία υπαγορεύει ώστε να μην καταλήξει για ακόμη μια φορά να χειραγωγείται χειραγωγώντας;
Πόσο εφικτό είναι για το ενσυνείδητο πρόσωπο – ανθρώπινο υποκείμενο, χωρίς να οδηγηθεί στην εκμηδένισή του, να μετεωριστεί στη διαφαινόμενη ακουαρέλα της μη – ιστορίας αν δεν καταπνίξει την έμφυτη παρόρμησή του για δημιουργία ιστορίας μέσω της καταπάτησης του αντικειμένου κοσμικού – φυσικού γίγνεσθαι, παρόρμηση που υπακούει σε έναν βάρβαρο εγωισμό που υπαγορεύει στο ανθρώπινο ον να αφήνει το στίγμα του στον κόσμο λόγω της ανασφάλειάς του ή λόγω έλλειψης λεβεντιάς απέναντι στον θάνατο;
Κατά πόσο όλα τα παραπάνω μπορούν να ακουστούν ως κάτι πραγματοποιήσιμο έστω και μερικώς και όχι σα μια ρομαντική έκρηξη αναζήτησης ενός ανώτερου πεπρωμένου; Μήπως τελικά ο όλεθρος είναι η πιο δόκιμη και λογική, σχεδόν φυσική πραγματικότητα και το ιδιαίτερο αυτό όν είναι ανίκανο να οραματιστεί και να βιώσει μια άλλη μοίρα από την τραγωδία;